- σῑτονόμος
- σῑτο-νόμος, Getreide, Nahrung verteilend, zuteilend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σιτονόμος — ον, Α αυτός που μετρά και διανέμει σιτάρι ή τρόφιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + νόμος*] … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτονόμου — σῑτονόμου , σιτονόμος dealing out corn masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)